ξεγελιέμαι

ξεγελιέμαι
ξεγελιέμαι, ξεγελάστηκα, ξεγελασμένος βλ. πίν. 69

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κανάρομαι — (Μ) εξαπατώμαι, ξεγελιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < βενετ. inganar] …   Dictionary of Greek

  • λάθος — (I) το, πληθ. και λάθια (AM λάθος) νεοελλ. φρ. α) «τυπογραφικό λάθος» σφάλμα σε έντυπο κείμενο που οφείλεται σε αβλεψία τού τυπογραφείου, σε αντιδιαστολή με το σφάλμα που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. παρόραμα β) «κατά λάθος» ή «εκ λάθους» χωρίς …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • βρούβα — η 1. όνομα που δίνουμε σε διάφορα φαγώσιμα αγριόχορτα. 2. φρ., «Δεν τρώω βρούβες», δεν είμαι αφελής, δεν ξεγελιέμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”